προαναλεξάμενος

προαναλεξάμενος
προαναλεξάμενος , πρό , ἀνά-ἀλέξω
raáks̥ati
aor part mid masc nom sg
προαναλεξάμενος , πρό , ἀνά-λέγω 1
lay
aor part mid masc nom sg
προαναλεξάμενος , πρό , ἀνά-λέγω 3
lay
aor part mid masc nom sg
προαναλεξάμενος , πρό-ἀναλέγω
pick up
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προαναλέγω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.) αρχ. αναφέρω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ * + ἀνά + λέγω «μιλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”